ταχυρρόθους

ταχυρρόθους
ταχύρροθος
swift-rushing
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ταχύρροθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ ρροθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”